- πολυφάγοι
- πολυφάγοςeating to excessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θηκαμοιβάδες — Τάξη ριζοπόδων πρωτοζώων με κέλυφος. Τα περισσότερα είδη τους απαντούν στα γλυκά νερά και ορισμένες σπάνιες μορφές στα υφάλμυρα ή τα θαλάσσια. Πολλές θ. είναι πολυφάγοι και βρίσκουν εύκολα την τροφή τους, συχνά μάλιστα επιτίθενται εναντίον… … Dictionary of Greek